λαιψηρός

λαιψηρός
λαιψηρός, -ά, -όν (Α)
1. ελαφρός, γρήγορος, ευκίνητος, ανάλαφρος («ὅς oἱ ἐπῶρσε μένος λαιψηρά τε γοῡνα», Ομ. Ιλ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει γρήγορα πόδια, ταχύς («ὧς αἰεὶ Ἀχιλλῆα κιχήσατο κῡμα ῤόοιο καὶ λαιψηρὸν ἔοντα», Ομ. Ιλ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) λαιψηρά
ορμητικά, γρήγορα. Επιρρ. λαιψηρῶς (Α)
ορμητικά, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε με εκφραστικό μεταπλασμό από τη λ. αἰψηρός «ταχύς, ορμητικός» είτε κατά το λαβρός είτε με το προθεματικό επιτατικό μόριο λα-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαιψηρός — light masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηρά — λαιψηρός light neut nom/voc/acc pl λαιψηρά̱ , λαιψηρός light fem nom/voc/acc dual λαιψηρά̱ , λαιψηρός light fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηρῶν — λαιψηρός light fem gen pl λαιψηρός light masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηρόν — λαιψηρός light masc acc sg λαιψηρός light neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηραῖς — λαιψηρός light fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηραί — λαιψηρός light fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηροῖο — λαιψηρός light masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηροῖς — λαιψηρός light masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηροῖσι — λαιψηρός light masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηροί — λαιψηρός light masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”